Το σκάκι (ή Ζατρίκιον) είναι ένα από τα δημοφιλέστερα παιχνίδια στον κόσμο και ασφαλώς το πιο δημοφιλές-μακράν-από τα επιτραπέζια.Αν βέβαια μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως παιχνίδι, γιατί έχει περιγραφεί και ως τέχνη, ακόμη και ως επιστήμη.

Είναι ο ιδανικός τρόπος άσκησης του πνεύματος και βασίζεται αποκλειστικά στην τακτική και τη στρατηγική και καθόλου στη τύχη, όπως συμβαίνει σε όλα σχεδόν τα υπόλοιπα παιχνίδια και αθλήματα.

Στη χώρα μας είναι πολύ διαδεδομένο και σήμερα λειτουργούν εκατοντάδες σύλλογοι και ένας από τους πιο σημαντικούς με πολλές διακρίσεις στο ενεργητικό του, είναι ο Σκακιστικός Όμιλος Περιστερίου.

Η ιστορία του σκακιού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Προνόμιο των αυλικών και της άρχουσας τάξης στην αρχή,παιχνίδι των πλουσίων αργότερα και σήμερα παιχνίδι που παίζεται από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το σκάκι σήμερα θεωρείται ο βασιλιάς των επιτραπέζιων παιγνιδιών.

Ο Γκαίτε δικαίως το αποκαλούσε: «Λυδία λίθος του πνεύματος». Το σκάκι, έλεγε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, δεν είναι μόνο ένα μέσον ψυχαγωγίας για να περνάει κανείς ευχάριστα τον καιρό του.

Με το σκάκι μπορούν να αποκτηθούν ή να ενισχυθούν αξιόλογες πνευματικές ιδιότητες,χρήσιμες στη ζωή,οι οποίες ποτέ δεν θα μας εγκαταλείψουν. Η διαφορά του από τα άλλα παιχνίδια είναι ότι στο σκάκι λείπει τελείως ο παράγων ΤΥΧΗ.

Σε πολλές χώρες του εξωτερικού διδάσκεται στα παιδιά, διότι οξύνει το πνεύμα και τ΄αποτρέπει νωρίς από τα ψυχοφθόρα παιγνίδια του πράσινου τραπεζιού.Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την καταγωγή και την χρονολογία της ανακάλυψής του.

Ο Σοβιετικός αρχαιολόγος Βλαδίμηρος Μάσον υποστηρίζει, ότι οι άνθρωποι έπαιζαν σκάκι πριν από 8.000 χρόνια: Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει από τις ανασκαφές που έκανε κοντά στην πόλη Γκαντύμ, της Σοβιετικής Αρμενίας,όπου βρήκε πιόνια φτιαγμένα από πέτρα και πηλό (τύπου τερακότας).

Στην Κίνα λέγεται ότι είναι γνωστό πριν από 4.000 χρόνια εξ αιτίας της ανακάλυψης μίας σκακιέρας. Και στην Αρχαία Ελλάδα το σκάκι αναφέρεται στα γραπτά του Ομήρου και του Πλάτωνα.

Η επικρατέστερη σήμερα εκδοχή είναι ότι το σκάκι κατάγεται πράγματι από την Ινδία και χρονολογείται από το 2.500 π.χ.

Σε παλαιά ινδικά χειρόγραφα αναφέρεται ως Τσατουράγκα-Τσατούραγκ, που σημαίνει: Τετρασύνθετον ή Τετραμερές, που ήταν η ονομασία του ινδικού στρατού,ο οποίος αποτελείτο από 4 μέρη δηλαδή τους πολεμικούς ελέφαντες, τα άρματα, τους ίππους και τους στρατιώτες, οδηγούμενα όλα αυτά από ένα βασιλιά και ένα Βεζίρη.

Παιζόταν δε από 4 άτομα και όχι από 2 όπως παίζεται σήμερα. Την σκακιέρα την ονόμαζαν Ασταπάντα. Τα τετράγωνα της σκακιέρας Κοχταζάρια που σημαίνει σιταποθήκη. Ακόμη και σήμερα έτσι λέγονται.

Μεταξύ των πολλών φανταστικών ιστοριών που αναφέρονται στην προέλευση του σκακιού,υπάρχει μία που ίσως να είναι αληθινή. Σύμφωνα με αυτή, αποδίδουν την εφεύρεση του σκακιού στον Σίσσα, ένα βραχμάνο στην αυλή του Ινδού Μπαλχαίτ.

Ο βασιλιάς ζήτησε από το σοφό άνδρα να δημιουργήσει ένα παιχνίδι, για την διεξαγωγή του οποίου θα απαιτηθούν από τον παίκτη πολλά προτερήματα, όπως φρόνηση, πρόβλεψη και υπομονή.

Σε λίγο καιρό ο Σίσσα έφερε στον βασιλιά το καινούργιο παιχνίδι: μια σκακιέρα σαν την σημερινή και πεσσούς. Αυτοί οι πεσσοί αναπαριστούσαν τα τέσσερα στοιχεία του ινδικού στρατού.

Ο βασιλιάς ενθουσιάστηκε από το παιχνίδι αυτό και όταν ρώτησε τον Σίσσα τι ήθελε ως αμοιβή, ο σοφός ζήτησε να του δοθούν κόκκοι σιταριού τοποθετημένοι στη σκακιέρα ως εξής: στο πρώτο τετράγωνο ένας κόκκος,στο δεύτερο δύο,στο τρίτο 4,στο τέταρτο τετράγωνο διπλάσιοι κόκκοι από όσοι ήταν στο προηγούμενο δηλαδή 8 κόκκοι κ.ο.κ. μέχρι το 64ο τετράγωνο.

Ο βασιλιάς διέταξε να εκπληρωθεί η επιθυμία του. Η έκπληξη του βασιλιά ήταν μεγάλη όταν τον πληροφόρησαν ότι για να συγκεντρωθούν οι κόκκοι που ζήτησε   ο Σίσσα, δεν έφθανε όλο το σιτάρι όχι μόνο των Ινδιών αλλά και όλου του κόσμου.

Διότι ο συνολικός αριθμός των κόκκων που έπρεπε να δοθούν ήταν 18.446.744.073.709.551.615 κόκκοι σιταριού ή σε κιλά 977.677.435.907 τόνοι σιταριού. Ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει περισσότερο, την εφεύρεση του Σίσσα ή την απαίτηση του.